- ἐξολοθρεύω
- ἐξολοθρεύωpres subj act 1st sgἐξολοθρεύωpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξολοθρεύω — εξολοθρεύω, εξολόθρευσα και εξολόθρεψα βλ. πίν. 19 , βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξολοθρεύω — (AM ἐξολοθρεύω) 1. προκαλώ όλεθρο, καταστρέφω τελείως 2. εξοντώνω, θανατώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + ολοθρεύω (< ολεθρεύω με αφομοίωση < όλεθρος < όλλυμι)] … Dictionary of Greek
εξολοθρεύω — εξολόθρεψα και εξολόθρευσα, εξολοθρεύτηκα, εξολοθρεμένος και εξολοθρευμένος, μτβ., καταστρέφω κάτι εντελώς, αφανίζω, εξοντώνω, ξεπαστρεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξολοθρεύσει — ἐξολοθρεύω aor subj act 3rd sg (epic) ἐξολοθρεύω fut ind mid 2nd sg ἐξολοθρεύω fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξολοθρεύσουσι — ἐξολοθρεύω aor subj act 3rd pl (epic) ἐξολοθρεύω fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξολοθρεύω fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξολοθρεύσω — ἐξολοθρεύω aor subj act 1st sg ἐξολοθρεύω fut ind act 1st sg ἐξολοθρεύω aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξολοθρεύσῃ — ἐξολοθρεύω aor subj mid 2nd sg ἐξολοθρεύω aor subj act 3rd sg ἐξολοθρεύω fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξολοθρευόμενον — ἐξολοθρεύω pres part mp masc acc sg ἐξολοθρεύω pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξολοθρεύει — ἐξολοθρεύω pres ind mp 2nd sg ἐξολοθρεύω pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξολοθρεύσαις — ἐξολοθρεύω aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) ἐξολοθρεύω aor opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)